Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ

 Μέρος εικοστό πρώτο


Αναρωτιέμαι πολλές φορές, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος - αν υπάρχει καλύτερος και χειρότερος τρόπος - για να ξεκινήσει κανείς την αφήγηση μιας ιστορίας. Άλλοτε είναι η περιγραφή του τοπίου όπου λαμβάνει χώρα το αφήγημα, άλλοτε είναι μια φράση-έναυσμα για να ξεκινήσει η διήγηση. Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο, επειδή χρειάζεται τέχνη για να μην καταλήξει στο τέλος η ιστορία να μοιάζει εύρημα της φαντασίας, ούτε όμως και να φτάσει να διηγείται υπερβολικά τον εαυτό της. Θέλει μαεστρία για να «εκβιάσει» ο αφηγητής – ή ο συγγραφέας – την προσωπική συμμετοχή του ακροατή, ή του αναγνώστη. Διαφορετικά θα ήταν σα να του παρουσιάζει μια φανταστική ιστορία ή ένα αναμάσημα γεγονότων και μόνο.

Είχα, λοιπόν, αποφασίσει εκείνο το βράδυ να επιτρέψω στον εαυτό μου την ακόλουθη πολυτέλεια: ένα ποτό διαφορετικό σε ένα μέρος διαφορετικό. Δεν επρόκειτο για κάποιο καινούριο μαγαζί, ήταν ένα μπαράκι στην παραδίπλα γειτονιά που έστεκε στην ίδια γωνία από χρόνια, χαμένο πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές των «βρωμοκαρυδιών». Αυτά τα δέντρα που έχουν πνίξει γειτονιές και δρόμους και που τόσο τα έχουμε πια συνηθίσει, που περνούν απαρατήρητα παρά το επιβλητικό τους ύψος και τον επεκτατικό τρόπο ευδοκιμήσεώς τους. Ένας συχωρεμένος συγγενής μου έλεγε συχνά ότι η φύση του ανθρώπου δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός της σοφίας και της βαναυσότητας της φύσης. Όπως συμβαίνει συχνά και στους ανθρώπους, οι αντιστάσεις αργά ή γρήγορα κάμπτονται μπροστά στον κυρίαρχο, τόσο που στο τέλος οι αδύναμοι, μισοαφανισμένοι, συνηθίζουν την ήττα τους κι ούτε καν προσέχουν τον κατακτητή. Μαθαίνουν να ζουν μαζί του, νικημένοι κι αόρατοι.

Ήθελα κι εγώ να περάσω για ένα βράδυ απαρατήρητη, να γευτώ την ευεργετική αδιακρισία που χαρίζεται στον άγνωστο μεταξύ αγνώστων. Απελευθερωμένη από την αιδημοσύνη του γνώριμου περίγυρου και των σχεδόν φίλων πλέον θαμώνων, διάλεξα ένα τραπεζάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και παρήγγειλα στη σερβιτόρα, που με καλησπέρισε μιλώντας μου στον πληθυντικό, ένα ουίσκι με πάγο. Αυτό κι αν ήταν γιορτή! Όπως πριν είκοσι χρόνια, που το ουίσκι στα “μπουζούκια” ήταν η επισφράγιση της ενηλικίωσης και της αυτονομίας. Τα ξελαρυγγιάσματά μας με τους στίχους των καψουροτράγουδων και τα ποτήρια σηκωμένα ψηλά πάνω από το κεφάλι ήταν το ερωτικό μας κάλεσμα στα απανταχού αρσενικά. Τότε που τα γαρύφαλλα δεν ήταν πένθιμα αναθήματα στους νεκρούς. Μεθυσμένες νύμφες με ψηλοτάκουνα, σίγουρες για το σήμερα κι αδιάφορες για το αύριο, χαμένες ανάμεσα στις εκατοντάδες άλλες ίδιες νύμφες, αφανείς κι ακτινοβόλες. Σα να βρισκόμουν σε αποκριάτικο πάρτι και να ανακάλυπτα την ευλογία της μάσκας που μπορεί και κρύβει την κάθε αμηχανία, το κάθε αναπάντεχο βλεφάρισμα, τον κάθε φόβο της πιο διάφανης ψυχής που φοβάται ότι θα μαγαριστεί από την περιήγηση της ματιάς του κόσμου πάνω της. Μαϊμουδίσματα…σκεφτόμουν καθώς ευχαριστούσα την σερβιτόρα για τα φιστίκια που ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μου.

Αισθανόμουν βλέμματα γεμάτα περιέργεια ίσως κι ενόχληση καρφωμένα πάνω μου. Ήταν φανερό πως το μπαράκι αυτό ένιωθε άβολα με τους ξενόφερτους επισκέπτες. Οι τοίχοι, οι τζαμαρίες, τα σερβίτσια, τα καλλιτεχνικά στημένα μπουκάλια πίσω από την πλάτη του μπάρμαν, τα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο δίπλα από τα αραγμένα αυτοκίνητα, ήταν όλα συνηθισμένα στις ανάσες των θαμώνων του και μόνο. Ήταν ένα μπαράκι καμωμένο μόνο για τους κατοίκους της συγκεκριμένης γειτονιάς, θεμελιωμένο στις αρπακτικές ρίζες των «βρωμοκαρυδιών», που άλλο βλαστάρι δεν άφηναν να ξεπεταχτεί γύρω τους, και σοβαντισμένο με τη σιωπή των πελατών. Ως κι οι χαμηλόφωνες συζητήσεις ένιωσα να σταματούν τη στιγμή που κάθισα.

Όταν μου σέρβιρε το δεύτερο ποτό – μόνο κι έρμο, χωρίς φιστίκια, πού ήταν οι καθημερινοί γιορτινοί μεζέδες του Σαϊμίρ! - ρώτησα να μάθω το όνομά της. Αυτοσυστήθηκα κι  εγώ με τη σειρά μου. Δε μου χαμογέλασε, αλλά εγώ είχα προσπαθήσει να νιώσω λίγη ζεστασιά, να νιώσω με κάποιο τρόπο τη συντροφιά της παρέας τους. Την έλεγαν Όλγα, ήταν νέα, πολύ νέα και όμορφη. Φορούσε ένα μαύρο φαρδύ παντελόνι κι ένα μαύρο μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτα λίγα εκατοστά από τη λεπτή της μέση. Τα κοντά ξανθά μαλλιά της ήταν μαζεμένα στο πάνω μέρος με περίτεχνες πλεξούδες. Το ύφος της ήταν σοβαρό, σχεδόν αυστηρό. Αεικίνητη, τις στιγμές που δε σέρβιρε, σκούπιζε τα ξερά φύλλα από το πεζοδρόμιο, καθάριζε τα άδεια τραπέζια και τακτοποιούσε τα καθαρά ποτήρια στα ράφια πίσω από το μπαρ. Μιλούσε στα δυο αδέσποτα γατιά που τριγυρνούσαν ανάμεσα στα τραπέζια, στα οποία είχε δώσει και ονόματα. Ο “Καίσαρας” επέμενε να την εκνευρίζει προσπαθώντας να μπει μέσα στο μαγαζί και η “Αυγούστα” γύριζε με ύφος πραγματικής αυτοκρατόρισσας τη μούρη της κάθε φορά που η Όλγα της μιλούσε ναζιάρικα. Ως και τα τετράποδα είναι δύστροπα σε αυτό ο μαγαζί, σκέφτηκα.

Ακουγόταν και μια μουσική. Ένα ευχάριστο άκουσμα, μια γνωστή μελωδία, που η παρουσία μιας μόνης κιθάρας και η απουσία της φωνής του ερμηνευτή έντυνε όλη την, ούτως ή άλλως χαλαρή έως άχρωμη, ατμόσφαιρα του χώρου με μια διάθεση μάλλον νυσταλέα. 

Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία στις αποχρώσεις του πράσινου, του καφέ και του σκούρου κόκκινου, με πλατύφυλλα κλαδιά ζωγραφισμένα πάνω τους. Σε μια γωνία αναμμένο ένα φωτιστικό δαπέδου με μεγάλο ωχροκίτρινο καπέλο και δίπλα του μια χαμηλή βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία και περιοδικά. Παραδίπλα, σε ένα τραπεζάκι, μια στοίβα επιτραπέζια παιχνίδια, τόσο παράταιρα και θλιβερά, οι γωνίες των χάρτινων κουτιών φθαρμένες και σκισμένες, ο άλλοτε παιχνιδιάρικος χαρακτήρας τους αφανισμένος. Υπήρχε κι ένας καναπές, ίσως κάποτε το ύφασμά του να ήταν καφέ, ή σκούρο πράσινο. Τώρα έδειχνε γκρίζο. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό, ελλείψει άλλου φωτισμού, ήταν θαμπή, πασπαλισμένη θα έλεγες από μια υγρή στάχτη. Όλα έμοιαζαν να αγαπούν την ησυχία, την ακινησία, το άρρωστο κίτρινο χρώμα, το αποκαρδιωτικό καφέ του ξύλινου φέρετρου, τη σκόνη, την ερείπωση τη δίχως ερημιά, την αφαίμαξη των χρωμάτων και την εξάτμιση της κάθε μυρωδιάς. Κι όλα αυτά έμοιαζαν τόσο ευτυχισμένα ταιριασμένα, τόσο άκαμπτα κι ακατάδεκτα σε οποιονδήποτε ξένο ή σε οτιδήποτε το διαφορετικό.

Η Όλγα στάθηκε μια στιγμή και κάτι ψιθύρισε με τον μπάρμαν, ο οποίος με κοίταξε φευγαλέα ρουφώντας το τσιγάρο του.

Οι συζητήσεις στα γύρω τραπέζια έμοιαζαν να συνεχίζονταν από εκεί που είχαν σταματήσει όταν τις διέκοψε ο ερχομός μου – ή μήπως η εισβολή μου; - στο χώρο. Μα δεν έφταναν στα αυτιά μου ως συζητήσεις, πιο πολύ ήταν ψίθυροι, κι η μουσική αντί να τις συνοδεύει ή να τις καλύπτει μελωδικά, έμοιαζε πιότερο να πριονίζει τη σιωπή τους.

Ένας μόνος, καθισμένος στο απέναντί μου τραπέζι, με τα μαλλιά ανάκατα από το ελαφρύ αεράκι, διάβαζε ένα βιβλίο. Κάθε τόσο δάγκωνε τα χείλη του, δάγκωνε τα νύχια του, δάγκωνε τις τρίχες από τα γένια του, απογυμνωμένος από την ανάγκη της συντροφιάς, γύριζε τις σελίδες αργά, αντλώντας απόλαυση από αυτή την απλή κίνηση, κατάπινε την εξιστόρηση, κατάπινε τον εαυτό του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, κάτω από τα ασθενικά φώτα του δρόμου, φαίνονταν σκληρά, ή σκληραγωγημένα από τη βύθιση στο εντός του. Η όψη του δεν πρόδιδε γαλήνη, αλλά μια εφιαλτική απραξία. Από κάπου ακούστηκε ένα τριζόνι, λες κι ήθελε να κρύψει τον άδειο χρόνο που λίμναζε τριγύρω μας. Κι έπειτα πάλι η σιωπή των ψιθύρων και της άχρωμης μουσικής.

Δεν κατάλαβα πότε ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου. Θα ήμουν, φαίνεται, ήδη αρκετά ζαλισμένη από το ουίσκι και το αποχαυνωτικό θολό τοπίο γύρω μου. Δε χόρτασε, σκέφτηκα, τρώγοντας τον εαυτό του τόσα χρόνια, έχει όρεξη να κατασπαράξει κι εμένα. Πώς βρέθηκε το πόδι μου να ακουμπάει το δικό του κάτω από το τραπέζι; Με τράβηξε κοντά του ή μόνη μου κόλλησα στο σώμα του; Γιατί κατέβασα το φερμουάρ της ζακέτας μου; Πότε η υγρή γλώσσα του άγγιξε το στεγνό από αναμνήσεις στόμα μου; 

Τώρα κιόλας του χαμογελούσα. Παρακλήσεις. 

Η νυχτερινή ψύχρα άγγιξε το σχεδόν γυμνό στήθος μου κι έφτασε ως τις μασχάλες. Ανατριχίλα. 

Στα μαλλιά μου, ξερά φρύγανα μπλεγμένα τα δάχτυλά του. Υποταγή. 

Η μυρωδιά του λαιμού του ανακατεμένη με τη βαριά μυρωδιά της μεθυσμένης μου ανάσας. Μοσχολίβανο. 

Τα χέρια μου τα βρήκα ανάμεσα στα πόδια του. Προσκύνημα. 

Τα νοήματα δεν έχουν ανάγκη από κρυψώνες, σκύβουν το κεφάλι και παραμένουν περήφανα ακόμα και στο πιο χλωμό φως, ακτινοβολώντας πάντα ευγνωμοσύνη. 

Το κορμί μου παραμορφωμένο από τη δύσκολα κατακτημένη γαλήνη – την τόσο μάταιη γαλήνη της αδράνειας - υπηρετούσε για καιρό μόνο τον μισό σκοπό του. Κι όσο θλιβερή κι αν ήταν αυτή η διαπίστωση, ήταν ταυτόχρονα και μια παρηγοριά: ότι δεν θα μπορούσε να αλωθεί ξανά. Ποιος ασχολείται με τα κουφάρια; Μα αλίμονο! Χωρίς την τυραννία της ηδονής, χωρίς την τυραννία της ψυχής που τη γεννάει η λαγνεία, τίποτα δεν μπορείς να νιώσεις ούτε να φτιάξεις στον κόσμο αυτό. Γι’ αυτό η ζωή, ακάθαρτη και πρόστυχη, κάνει αιώνες τώρα φαύλους κύκλους γύρω μας. 

Η Όλγα με ενημέρωσε ευγενικά και πάντα ψυχρά ότι κλείνουν κι αν είχα την καλοσύνη να πληρώσω. Κοίταξα την καρέκλα δίπλα μου, την καρέκλα απέναντί μου.

Κανείς πουθενά.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ

 Μέρος εικοστό


Κάπου είχε, φαίνεται, το νου της, κάπου αλλού, και τα χείλη της χαμογελάσανε, ή εμένα μου φάνηκε ότι τραβήχτηκαν ένα χιλιοστό προς τα πάνω οι άκρες τους, επειδή λύσσαγα ώρα τώρα να δω πώς μοιάζει το πρόσωπό της ευτυχισμένο. Έστριψε το κεφάλι περισσότερο προς το μέρος μου και με κοίταξε. Κατάλαβα αμέσως ότι δεν κοιτούσε εμένα, ούτε είχε καθόλου κοιτάξει την πλατεία, τον κόσμο που πηγαινοερχόταν, ούτε τα γεμάτα τραπεζάκια του κυρ-Αναστάση. Όση ώρα καθόταν στο παγκάκι μπροστά από τη μεγάλη πικροδάφνη, κοιτούσε την εξωτερική ζωή, τη ζωή στην οποία είχε γυρίσει την πλάτη.

Το πρόσωπό της έμοιαζε να έχει ενστερνιστεί την απόκοσμη γαλήνη, τη λεπτεπίλεπτη και διακριτική θλίψη των αγαλμάτων που νίκησαν το χρόνο και σιώπησαν. Κι όμως, πίσω από τις πρώτες αχνές ρυτίδες του μετώπου της, οι πόθοι όλοι βοούσαν και διαμαρτύρονταν. Μέσα στα ποτάμια των σκυθρωπών ματιών της, κάτω από τα χαλαρωμένα βλέφαρα, πίσω από τις ζάρες στις κόγχες τους, φώναζε το ένστικτο ανυπότακτο. Όλες της οι επιθυμίες έψαχναν να βρουν τρόπο να φτάσουν στο μέλλον, στο μέλλον που εκείνη δε θα έφτανε ποτέ. Κι έτσι, όλη της η ψυχή είχε οπισθοχωρήσει στα μετερίζια των πιο γλυκών της αναμνήσεων, μα κι εκεί ακόμα κουμάντο τώρα πια κάνουν τα σαρκοφάγα σκουλήκια. Οίκτος πουθενά. Καμία χαρά δεν την αναγνωρίζει πλέον, μήτε οι παλιές μήτε κάποια καινούρια. Απομένει καθισμένη σταυροπόδι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από την κοιλιά της, σε μια πλατεία γεμάτη ζωή παρούσα, που δεν μπορεί να αρνηθεί, μα που την απαρνιέται.

Είχε σώμα καλλίγραμμο. Oι γάμπες της φέγγιζαν κάτω από τις πτυχές του ποδόγυρου λεπτές και καλογυμνασμένες. Οι πλάτες της φαρδιές κι η μέση της μικροσκοπική, το πρόσωπό της αδυνατισμένο με απλωμένη επάνω του όλη τη γλύκα του παρελθόντος. Παρά τη σφιγμένη της στάση, ο τρόπος που έμπλεκαν τα χέρια της μεταξύ τους, ο τρόπος που λύγιζε το ένα της γόνατο επάνω στο άλλο, μαρτυρούσαν χορευτική χάρη και κομψότητα. Μπορεί κάποτε να ήταν μπαλαρίνα, σκέφτομαι. Κι έπειτα; Τι μπορεί να άλλαξε; Δεν ήταν δα ότι την είχαν πάρει και τα χρόνια. Ήμουν βέβαιη ότι τον είχε παρατήσει το χορό, χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο να πυροδοτήσει το πάθος της ή έστω το μεράκι της. Έριξε μια ελαφριά ζακέτα γύρω στους ώμους της, κι υψώθηκαν τα μακριά χέρια της πάνω από το κεφάλι σα να ετοιμαζόταν για την τελευταία της υπόκλιση.

Ο λογισμός μου χύμηξε να φανταστεί ολόκληρο το παρελθόν της άγνωστης φίλης μου. Μα η φαντασία μου, όσο αχαλίνωτη κι αν νομίζει ότι είναι, σκοντάφτει πάντα και τιθασεύεται από τον υπαρξιακό φραγμό του έρωτα. Θα πρέπει, το λοιπόν, να είχε υπάρξει ερωτευμένη, κι έπειτα απελπισμένη. Τόσο που να παρατήσει  το πάθος του χορού για το πάθος του κορμιού. Μου φάνηκε κιόλας, για της φαντασίας μου το αληθές, ότι είδα στο προσωπάκι της μια λάμψη ή μια απόγνωση, που την είχα ξαναδεί πολλές φορές και που ποτέ δεν έφερνε τίποτε καλό.

Έκτοτε, τα πάντα προδιαγεγραμμένα, ακόμα κι η παραμικρή δυνατότητα δεν ήταν παρά ένα χάχανο ευγενείας, κανένα άστοχο φλερτάκι ή ένα σύντομο ξάφνιασμα. Έπειτα μια ευθυμία όλο κάλπικη αυτοπεποίθηση: «Εμένα δε με αγγίζει πια τίποτε. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να μου συμβεί», λίγοι μήνες απροκάλυπτης κοινωνικότητας, ώσπου τέλος το πρόσωπο και το κορμί έμαθαν την αυτοκυριαρχία κι έτσι συνέχιζαν για χρόνια. Άρχισε να προσέχει όλο και λιγότερο αυτά που της έλεγαν, μια αφηρημάδα γεμάτη νοσταλγία για αυτήν την αγάπη που την καταδίκασε να μένει προσκολλημένη σε ένα αντικείμενο παλαιϊκό κι αραχνοσκονισμένο, που όμως δεν επιδεχόταν αλλαγή ή αντικατάσταση. Έφτιαξε τις συνθήκες της ζωής της έτσι που το πεπρωμένο της να εκπληρωθεί μόνο με το θάνατο.

Στα μάτια μου ήταν φανερό ότι κατέβαλε προσπάθεια να φανεί ένα πλάσμα αυτόνομο, που είχε καταφέρει να βγει από το καβούκι του, χωρίς όμως πολλές πολλές κοινωνικές επαφές, αυτάρκης με τον εαυτό της. Ένα πλάσμα ουδέτερο που ξοδευόταν στη ρουτίνα της καθημερινότητας χωρίς να αφήνει ποτέ κανέναν να την πλησιάσει. Δεν ένιωθε μοναξιά, ένιωθε όμως μισή. Δεν υπήρχε κανείς που να τη συμπληρώνει.

Έλυσε τα χέρια της από την κοιλιά της και τα άφησε να ακουμπήσουν δεξιά κι αριστερά της στο παγκάκι, με μια κίνηση αργή, λες κι ήταν τα δάχτυλά της εύθραυστα σα ραγισμένη πορσελάνη. Μια παρέα εφήβων ξεσήκωναν την πλατεία με τις μουσικές τους από ένα ασύρματο ηχείο, κι εκείνη άρχισε να χτυπά τα ραγισμένα της δάχτυλα πάνω στο ξύλινο κάθισμα στο ρυθμό του τραγουδιού.

Μπορεί και να τον είχε γνωρίσει σε κάποια χορευτική παράσταση. Να την πλησίασε εκείνος έκθαμβος στο τέλος για να τη συγχαρεί, να του χαμογέλασε εκείνη με σαστισμένη συστολή. Κάπου θα υπάρχει μια φωτογραφία τους, μπορεί στο κουτί που φυλάει τα φθαρμένα παπούτσια του μπαλέτου, ή στο άλλο με τις μαραμένες ανθοδέσμες, που τα λουλούδια τους έχουν πλέον γίνει σταχτιά και τρίβονται κι ακόμα κ η δική της μνήμη έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να θυμηθεί τι χρώμα είχαν στ’ αλήθεια όταν της τα πρόσφερε εκείνος. Σ’ αυτή τη φωτογραφία, τα μαλλιά της μισοκρύβουν το πρόσωπό της καθώς πιέζει το κεφάλι της επάνω στο δικό του και χαμογελάει στην κάμερα. 

Διψούν τα μάτια μας να ποτίσουν το θυμικό με αναμνήσεις, για να μην ξεχνάμε από πού ερχόμαστε και για να αποφασίσουμε πού θέλουμε να πάμε. Μα είναι η αναποφασιστικότητά μας επίπλαστη κι εμείς τόσο τέλεια προσαρμοσμένοι σε αυτή, αφού τελικά δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να πρέπει να αποφασίσουμε. Χαζεύουμε για ώρες, με λύσσα και πόνο παλιές φωτογραφίες επειδή φανταζόμαστε ότι εκφράζουν αυτό το «κάτι» που υπήρξε, αυτό το «κάτι» που υπήρξαμε. Επιστρέφουμε σε αγαπημένα στέκια, ακούμε παλιά τραγούδια, διαβάζαμε παλιότερα γράμματα ή τώρα πια μηνύματα, που όλα θυμίζουν «κάτι», αναζητώντας έναν εαυτό αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Κάθε παραστατική διατύπωση, είτε σε μια φωτογραφία είτε σε δυο αράδες, μπορεί να είναι φανταστική. Όσο περισσότερο επινοεί κανείς, τόσο πιο ενδιαφέρουσα μπορεί να γίνει η ιστορία για κάποιον άλλον, επειδή θα του είναι πιο εύκολο να ταυτιστεί με παραστατικές διατυπώσεις ή με υπεκφυγές κρυμμένες πίσω από φωτογραφισμένα χαμόγελα, παρά με στεγνές αναφορές γεγονότων.

Κι όταν ξεθωριάσουν οι φωτογραφίες και κιτρινίσουν τα γραμμένα χαρτιά, τότε η φαντασία μας βρίσκει καταφύγιο στη ζωή των άλλων.

Κι από εκεί προκύπτει κι η ανάγκη για ποίηση, που θα είναι πάντα «το καταφύγιο που φθονούμε».

Μου ήρθε να κλάψω για το τίποτε.

Για την παλιά φωτογραφία και το τσαλακωμένο επιστολόχαρτο.

Για την προσαρμογή στην αναποφασιστικότητα που μας αποκλείει από τη ζωή.

Για τα λευκά λουλούδια της πικροδάφνης πίσω από το χαμηλωμένο της κεφάλι και για τα άλλα που γίνονταν σκόνη στο πατάρι του σπιτιού της.

Για τις μέρες που πέφτουν μία μία επάνω μας σαν αέναο ψιλόβροχο και μουσκεύουν την ψυχή μας και ζαρώνουμε σαν τα μουλιασμένα παιδικά ακροδάχτυλα.

Για την παράσταση που εκείνος δεν πήγε.

Για τα σκοτάδια της ζωής που πήζουν κάτω από τα χλωμά φώτα της νυχτερινής πόλης.

Για την προστυχιά του ανθρώπου να τα συνηθίζει όλα.

Πόσο τυφλά κι ανίδεα παραδινόμαστε όλοι!

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ

 Μέρος δέκατο ένατο



Είχα περάσει μια μέρα απόλυτης μοναξιάς, μια ολόκληρη μέρα μεγαλειώδους γαλήνης, περιπλανώμενη στην πόλη που είχα επιλέξει να μένω από αγάπη ή από μίσος. Οι δρόμοι έμοιαζαν νεκροταφεία, συγκριτικά με την εικόνα τους ένα μήνα πριν. Η αγαπημένη απουσία των κατοίκων της πόλης τον Αύγουστο κάνει τις άλλοτε πολύβουες γειτονιές να μοιάζουν ξεχασμένες κάτω από βλέφαρα κλειστά, σχεδόν νεκρά. Κι εγώ περπατούσα για ώρα, σε συνοικίες άγνωστες κρατώντας ως και την ανάσα μου για να μην ενοχλήσω τις ταριχευμένες πολυκατοικίες, τα σαβανωμένα καταστήματα και τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους, κοιτάζοντας και παρατηρώντας τα πάντα και τίποτα με μάτι ασυγκίνητο, θέλοντας να λησμονήσω κάτι και καταλήγοντας τελικά να λησμονώ τα πάντα.

Η ζέστη του μεσημεριού με βρήκε στην είσοδο του πάρκου της γειτονιάς. Χρειαζόμουν λίγη δροσιά κι ένα μέρος να ξαποστάσω, οπότε προχώρησα προς το μέρος που απλώνονταν τα περιποιημένα γρασίδια, διάσπαρτα από πλατάνια, ακακίες και κουτσουπιές, σαν μια απέραντη πράσινη θάλασσα πάντοτε πρόθυμη για γέλια, για εξομολογήσεις και για έρωτα. Έκατσα κατάχαμα στο γρασίδι, κάτω από ένα πλατάνι, κι απέμεινα να αναλογίζομαι ποια ανεπανόρθωτη βλακεία με είχε χρίσει περιπλανώμενο διαβάτη, ποια υποχρέωση με έσπρωχνε να συνεχίζω να περπατάω, να στρίβω κάθε τόσο μια δεξιά μια αριστερά σε κάθε επόμενο στενό, να επιβιβάζομαι πάνω σε νέες ιστορίες; Ή μήπως δεν ήταν πια δική μου η επιλογή; Μήπως είχα ήδη πουληθεί ψυχή τε και σώματι κι ήταν άλλος τώρα αυτός που έκανε κουμάντο στα βήματά μου, στις σκέψεις μου, στον τρόπο που κοιτούσα τους ανθρώπους και τα πράγματα και τον κόσμο όλο; Γιατί αυτά παθαίνει κανείς όταν ξεπουλιέται, παρακινημένος από ευπιστία ή από ανάγκη. Υποκύπτει στις απαιτήσεις του κτήτορά του, αλλιώς είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει την οργή του – μιαν οργή που εύκολα την αποκαλούμε εγκατάλειψη.

Οι αναμνήσεις από εκείνον τον Αύγουστο, σκαρφαλώνουν ατάκτως κι ασταμάτητα μέσα μου και μου λένε ψελλίζοντας ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν έκανα, πουθενά δεν πήγα, τίποτα δεν είδα. Μου λένε ότι στην πραγματικότητα είχα αποφασίσει να παραμείνω σε αναμονή, όρθια σε μια γωνία, μέσα στην απόλυτη ησυχία μιας σαφώς ασαφέστατης υπόσχεσης που θα εκπληρωνόταν, περιμένοντας έναν θόρυβο, περιμένοντας να αισθανθώ έναν θόρυβο στην ψυχή. Κι έτσι, σα ναυαγός παράλυτος κι ημιθανής εν αγνοία μου, μέσα σε μια ακατάπαυστη περιδίνηση, ξάπλωσα ανάσκελα επάνω στο γρασίδι κι απέμεινα να θαυμάζω τις λάμψεις του μεσημεριάτικου ήλιου που τρύπωνε μέσα από τις φυλλωσιές πάνω από το κεφάλι μου.

Και τότε ο χρόνος σταμάτησε ξανά, μια εικόνα θρυμματισμένη σαν το φως που έπεφτε θρυμματισμένο πάνω μου διαπερνώντας τα μεγάλα πλατανόφυλλα. Μα ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ, σκέφτηκα. Ή μήπως είναι σταματημένος ανέκαθεν; Και ξαφνικά η καθημερινότητα μου φάνηκε ωραία, ωραιότερη μέσα στην απλότητά της, μέσα στην αεικίνητη ακινησία της. Για ποιον λόγο να κοροϊδεύω κι άλλο τον εαυτό μου; Η καθημερινότητα είναι διάφανη, διαρκεί μονάχα μερικά δευτερόλεπτα, είναι με κάποιον τρόπο αθόρυβη, ανύπαρκτη. Να την πάλι η ανάγκη για εκείνον το θόρυβο στην ψυχή. Ξαπλωμένη όπως ήμουν, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι μου, αποφάσισα να κοιτάξω την καθημερινότητα κατάματα, να αφεθώ να με τυλίξει μέσα της. Και τότε η καθημερινότητα φούσκωσε απότομα σαν σαπουνόφουσκα, κι έσκασε. Κι απέμεινα με τα τζιτζίκια να μου τριβελίζουν το μυαλό. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Η ζωή είναι γεμάτη από πράγματα αινιγματικά, από συμβάντα αδιόρατα «δια γυμνού οφθαλμού», μικρά γεγονότα και συγκυρίες, που όμως όταν τα κοιτάξουμε μετά από καιρό, μέσα από το πρίσμα του χρόνου, δεν μπορούν παρά να μας προκαλέσουν έκπληξη, και σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και τρόμο.

«Ασήμωσε, ομορφούλα, να σου πω τη μοίρα σου.»

Στεκόταν όρθια από πάνω μου, μια γριά τσιγγάνα, με δέρμα ρυτιδιασμένο και στεγνό, με δυο εκατοστά φανερά γκρίζα μαλλιά από εκεί που τελείωνε το σκουρόχρωμο πρόσωπό της ως εκεί που ξεκινούσε να απλώνεται το λευκό μαντήλι στο κεφάλι της. Φορούσε ρούχα πολλά – Χριστέ μου, πόσα πολλά ρούχα φορούσε! Σα να φοβόταν μήπως μπει κανένας στο σπίτι της τις ώρες που έλειπε και της αδειάσει την ντουλάπα! Ρούχα παράταιρα, φαρδιά και πολύχρωμα. Το μοναδικό μονόχρωμο κομμάτι πανί πάνω της ήταν το λευκό μαντήλι στο κεφάλι της. Μια μακριά φούστα λευκή με μεγάλα κόκκινα λουλούδια, κάτι μεταξύ παπαρούνας και τριαντάφυλλου, από πάνω μια άλλη φούστα κοντύτερη μωβ με λεπτές χρυσές και ασημένιες ρίγες, μια μπλούζα γκρι με ακανόνιστες κίτρινες και κόκκινες καμπυλωτές γραμμές και μέσα από αυτή μια δεύτερη μπλούζα πράσινη λαχανί – ένα λαμπερό, φωτεινό πράσινο – που το τελείωμά της και μόνο πρόδιδε την παρουσία της, μια παλάμη πάνω από τη λαιμόκοψη της άλλης μπλούζας, της γκρίζας. Είχε ριγμένη και μια εσάρπα σε χρώμα ροζ απαλό, με κρόσσια στο τελείωμα, λεπτή και διάφανη, γύρω στους ώμους της. Επάνω στο πλούσιο στήθος της κρεμόταν ένας μεγάλος χρυσός σταυρός.

Προτίμησα αντί να την ασημώσω να τη δροσίσω – υπέθεσα ότι θα υπέφερε έτσι ντυμένη με τόση ζέστη - κι έβγαλα από την τσάντα μου ένα μπουκαλάκι νερό να της δώσω ευχαριστώντας την με την κλισέ ρήση που αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή ευχαριστώ μα δεν χρειάζομαι να μου πεις τη μοίρα μου, πάρε να δροσιστείς κι άντε στο καλό.

Πήρε το μπουκάλι το νερό και μου ζήτησε τσιγάρο. Της έδωσα, ρίχνοντας μια ματιά γύρω τριγύρω, έχοντας στο νου μου τις ιστορίες τρόμου που άκουγα μικρή. Ότι δηλαδή πάντα κάποιος δεύτερος κάπου παραφυλάει, ο ένας σου πιάνει την κουβέντα κι ο άλλος σε ξαφρίζει. «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω», της είπα προσπαθώντας να την ξεφορτωθώ.

«Είσαι καλή στην ψυχή, ομορφούλα.» συνέχισε η γριά.

Έκανα να σηκωθώ, αφού δεν έφευγε αυτή θα έφευγα εγώ.

«Στάσου», μου λέει, «το μέλλον δεν το βλέπει κανείς, κι όποιος λέει ότι το βλέπει, το πληρώνει ακριβά, χάνει τα λογικά του. Εσύ να μην ξεχνάς να βλέπεις το παρελθόν, γιατί όσοι βλέπουν το παρελθόν δεν πληρώνουν ποτέ.»

Έτρεξα στο καφενείο και βρήκα τον Σαϊμίρ, μόνο, να ιδροκοπάει στην κουζίνα πάνω από τηγάνια και κομμένα λαχανικά. Ένας ανεμιστήρας στη γωνία ανακάτευε τη λάβρα που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο με τους αχνούς των κατσαρολικών. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο με απορία. Δεν ήταν η ώρα μου να φανώ. Έμεινα μαζί του στο κουζινάκι παρά την ανελέητη ζέστη, μου έφερε μια παγωμένη μπύρα, δεν δέχτηκε να του την πληρώσω. Δεν επέμεινα.

Εξάλλου, όλες εκείνες τις ξεχασμένες νύχτες, εκείνες τις νύχτες που στην ανάμνησή τους δεν απομένει καμιά ανθρώπινη παρουσία - κι αν απομένει από τους ανθρώπους κάτι, είναι μόνο τμήματά τους: οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια, μια παρανυχίδα ή μια μελανιά στο μπράτσο - , παρά μόνο αντικείμενα: ένα κομμάτι ψωμί, ένα ποτήρι κρασί, ένα μολύβι ακουμπισμένο πάνω σε ένα μικρό σημειωματάριο, ένα τσιγάρο που καίει μόνο του στο τασάκι, ένα γαλάζιο πουκάμισο με στάμπες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες, ένα πουκάμισο αδειανό. Τότε, παλιά και πάντα κι εκεί και παντού, εγώ πλήρωνα τα ποτά όλων, χωρίς κανένας να το αντιλαμβάνεται. Πλήρωνα το αντίτιμο του εισιτηρίου μου για το ταξίδι ή τον απλό περίπατο, μέχρι τον επόμενο σταθμό ή την παρακάτω γειτονιά. 

Πλήρωνα εγώ για εκείνους που θα γίνονταν ποιητές, και για εκείνους που δεν έγιναν. Πλήρωνα για εκείνους που θα γίνονταν εραστές, και για εκείνους που δεν έγιναν.

 

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ

 Μέρος δέκατο όγδοο


Μετρούσα τους μήνες, κάθε τόσο, τους μετρούσα ξανά και ξανά και το άθροισμά τους έβγαζε χρόνια ολόκληρα. Κι εγώ έμενα ακίνητη, στο τραπεζάκι μου στην πλατεία, αντλώντας απόλαυση από τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, από το διάφανο σκοτάδι της νύχτας στην πόλη κι από τη δίχως περιεχόμενο γύμνια του κρασιού. Τρομαγμένη μπροστά στη φρίκη της ανόητης ζωής μου, που με γυρόφερνε ατελείωτα. Ζούσα ανόητα.

Η εγγονή του κυρ-Αναστάση έτρεχε πάνω κάτω με τις φίλες της, ξελιγωμένη από γέλια παιδικά, μεθυσμένη από την ευτυχία της άγνοιας, μόλις στα έξι της χρόνια. Όπου υπάρχει το παιδικό γέλιο, εκεί υπάρχει κι ο Άνθρωπος, εκεί χάνεται όλη η ασχήμια του κόσμου. Θα ήθελα κι εγώ να μην ξέρω, να μη νοιάζομαι. Μόνη μου έγνοια να είναι η ώρα που θα ακουστεί η φωνή της μάνας για να με μαζέψει στο σπίτι. Να μην αναρωτιέμαι για τίποτα και να πιστεύω στα πάντα. Γιατί να μην είναι ο κόσμος για πάντα όπως στα έξι μας χρόνια; Γιατί η πίστη που έχουμε στα έξι μας να μην υπάρχει πάντα στον Άνθρωπο; Τα παιδιά βλέπουν παντού και σε όλα μόνο θαύματα, και δεν αναρωτιούνται, ούτε ζητούν τίποτα περισσότερο από μια πλατεία για να τρέχουν, από λίγα λεπτά ακόμα για να παίξουν. Δε βλέπουν την κακία του κόσμου, ούτε κατέχονται από πάθη ακαθόριστα. Σε όλα υπάρχει μια βεβαιότητα. Έπειτα έρχεται η αδικία, κι η απανθρωπιά, κι η δουλικότητα κι η βεβήλωση της ίδιας της ζωής. Μα, αν την είχαμε αυτή τη βεβαιότητα για πάντα, τι θα την κάναμε;

Σε ένα άλλο τραπέζι πιο δίπλα καθόταν ο παπα-Γιώργης με την παπαδιά και τον νεωκόρο. Μιλούσε με φωνή βαθειά, τραγουδιστή, σχεδόν σα να διαβάζει το Ευαγγέλιο. «Με τη βοήθεια του Θεού, Ηλία μου, μαζέψαμε τρόφιμα και ρούχα αρκετά. Να περάσετε αύριο με τον Λάμπρο να τα πάρετε και να τα μοιράσετε όπως είπαμε.» Κούνησε ο Ηλίας το κεφάλι συμφωνώντας με τον συνδαιτυμόνα του, υπακούοντας στην εντολή του πνευματικού του, υπνωτισμένος από τη χροιά της φωνής του, θαυμάζοντας το άοκνο Σχήμα του. Η παπαδιά δίπλα σταυροκοπήθηκε και δόξασε το όνομά Του. Μοίραζαν ό,τι είχαν, όσα μάζευαν, κι έπειτα μοιράζονταν τη χαρά των κόπων τους αναμεταξύ τους, ευγνωμονώντας και μακαρίζοντας τη Χάρη του, την αξιοσύνη τους ή την αξιοσύνη τους χάριν της Χάρης Του. 

Ο Σαϊμίρ πηγαινοερχόταν, με τα λίγο στραβά του πόδια, ψηλός, γεροδεμένος και χαμογελαστός. Αστειευόταν κυνηγώντας τα παιδιά με το δίσκο στο χέρι, έδινε φιλικές φάπες στους φίλους του στο απέναντί μου τραπέζι κάθε φορά που τους πήγαινε παγωμένες μπύρες, σοβάρευε για να σερβίρει την παρέα του παπα-Γιώργη, μου έκλεινε το μάτι κάθε φορά που περνούσε από μπροστά μου. Του ζήτησα τσιγάρο. Τα δικά μου τα έδωσα σε ένα παλικάρι σε κάποιο φανάρι και ξέχασα να αγοράσω άλλα.

Ήταν κι ένα ζευγάρι λίγο πιο πέρα. Νεαροί. Κάθονταν αγκαλιασμένοι και μιλούσαν ασταμάτητα. Για τι άραγε; Κι άλλωστε, μήπως είχε και σημασία; Α, είναι όμορφος ο καιρός όταν οι λέξεις κελαρύζουν σα ρυάκια, πνίγοντας τους εραστές με τη δροσιά τους, χαρίζοντάς τους το μυθικό θάνατο της πρώτης ευτυχίας. Μα το όμορφο εξαφανίζεται, στη θέση του μένουν μόνο σκουλήκια κι ο Άνθρωπος μόνος μες στη σάπια αλήθεια του. Και το χθες δεν ξαναγυρίζει πια, ενώ το αύριο θα έρθει δίχως άλλο. Η μικροπρέπεια καταπίνει την αθανασία της ευτυχίας, εξοστρακίζει την αιώνια βεβαίωση του κόσμου, που είναι ο έρωτας.

Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν το παιδί μου. Περνούσε καλά στις διακοπές της, όλη μέρα παραλία. Την επόμενη θα πήγαινε σε ένα πάρτυ γενεθλίων να φάει τούρτα. Θύμωσε με τον μπαμπά της που δεν την άφησε να φάει και δεύτερο παγωτό. Βγήκε ένα δόντι ακόμα, από τα επάνω και μπροστά και γκρίνιαξε που δεν μπορεί να πει καλά το “Δ”. Ναι, μα θα προφέρεις τέλεια το “Θ”, είπα και γελάσαμε.

Αναρωτήθηκα ποια θα είναι για την κόρη μου η ανάμνηση της μάνας. Η πραγματική ανάμνηση, η πραγματική μάνα. Για κάποιους είναι ένα ζεστό πιάτο φαΐ, η μία κι ανεπανάληπτη γεύση ενός κοινού φαγητού. Κάποτε είναι το βλέμμα το γεμάτο αγωνία που μας περίμενε αργά το βράδυ σαν αργούσαμε να γυρίσουμε από τη διασκέδασή μας. Η μάνα είναι η θύμηση μιας ολόκληρης νοσταλγικής εποχής. Κι είναι ευτυχισμένος όποιος όλο αυτό το ‘χει μέσα του. Όλη αυτή την ανάμνηση συμπυκνωμένη σε ένα χάδι, σε δυο μάτια, σε μια λέξη, στην κίνηση του χεριού που ανακατεύει το φαγητό, που χτενίζει τα μαλακά μαλλάκια. Και τα θυμάται όλα και τα ξαναβρίσκει. Είναι ευτυχισμένος όποιος έχει να ξαναβρίσκει.

Ορθώθηκε μπροστά μου η ζωή μου σαν τρομερός βραχνάς, σαν πύρινη βροχή από δάκρυα, σαν παραμιλητό από ταραγμένα λόγια. Φαγωμένοι από το σαράκι της λύπης, της απογοήτευσης και της κακίας ξεμοναχιάζονται οι άνθρωποι κι εξασθενισμένοι σκορπούν τη ζωή τους σα σκόνη, από απελπισία ή απληστία. Ψυχές χαραμισμένες στους δρόμους, ψυχές διστακτικές μέσα στη φαινομενική τόλμη τους, στριφογυρίζουν στο στρόβιλο της ζωής ψάχνοντας με πόθο να τα βρουν και να τα δουν όλα. Κι έτσι κάπως αποτυγχάνουν να αγαπήσουν και κάτι τι. Μα δεν έχουν δύναμη να σταματήσουν, κι έτσι όλο βαδίζουν από ψεύτικη λαχτάρα, ανώφελοι άνθρωποι κι ανέστιοι. Ξεφτιλίζουν τον εαυτό τους και ζουν μέσα στο ψέμα. Νεκρογεννημένα παιδιά της ζωής με μάτια απλανή κοιτάζουν όλο ευθεία μπροστά χωρίς να βλέπουν τίποτα, χωρίς να στοχεύουν κάπου. Χαραμίζουν οι άνθρωποι τη ζωή τους μες στη ζωή, όπως οι αυτόχειρες χαραμίζουν τη ζωή τους μέσα στον τάφο.

Μήνυμα αυτή τη φορά στο κινητό μου. Η καλή μου φίλη είχε όρεξη για σινεμά. Δώσαμε ραντεβού να δούμε την προβολή των έντεκα στον δημοτικό θερινό κινηματογράφο της γειτονιάς.

Δεύτερο τηλεφώνημα. Ο διευθυντής μου. Το project που παρουσίασα το πρωί άρεσε σε όλους. Σε μια εβδομάδα θα βγει καινούριο project, μεγαλύτερο. Δεν εμπιστεύεται να το αναλάβει άλλος, μόνον εγώ. Μου έδωσε συγχαρητήρια, τον ευχαρίστησα, με ευχαρίστησε κι είπαμε καληνύχτα.

Τρίτο τηλεφώνημα. Η δεύτερη καλή μου φίλη. Άνοιξε καινούριο μπαράκι στη γειτονιά της. Συμφωνήσαμε να πάμε το επόμενο βράδυ.

Ο Σαϊμίρ με το πονηρό χαμογελάκι του μου κάνει νόημα να πάω να κάτσω στο τραπέζι του, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πάνω στην ώρα έρχεται εικονομήνυμα στο κινητό μου από τη μάνα μου. Το κέντημα που μόλις τελείωσε. Της γράφω ότι είναι πολύ όμορφο και γεια στα χέρια της.

«Σήμερα είσαι πένθιμα μελαγχολική», μου λέει ο Σαϊμίρ καθώς κάθομαι δίπλα του. Οι λέξεις του μου έκαναν εντύπωση. «Είσαι απογοητευμένη, είσαι αδιάφορη», συνέχισε, κι εγώ είχα μείνει να τον κοιτάζω με απορία για την ευστοχία του λόγου του, και κυρίως απορούσα πώς ο λόγος αυτός έβγαινε από τα χείλη του πάντα χαριτωμένου κι ασκότιστου Σαϊμίρ. Χαμήλωσε το κεφάλι και μουρμούρισε ότι άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο, επειδή με είχε δει να διαβάζω κι εγώ συχνά. Αν δεν είχα διδαχθεί να αποδεικνύομαι πάντα δυνατή κι αλώβητη, θα έβαζα τα κλάματα.

«Πάντα ελπίζουμε για κάτι καλύτερο», απάντησα, «Μα ποτέ δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε να το αποκτήσουμε. Έτσι χάνεται κι η ελπίδα. Και στο τέλος απομένουμε αδιάφοροι ακόμα και στην απουσία της ελπίδας. Και τότε, τι κάνουμε Σαϊμίρ; Τι κάνουμε όταν χάνουμε το κουράγιο μας;»

«Κάνουμε αυτό που μισούμε περισσότερο να κάνουμε. Μα εσύ δε θα το κάνεις αυτό.»

«Πες μου για το βιβλίο που διαβάζεις.»

Οι βουβές ώρες στο καφενείο, η αδιαφορία για όλα, η ζωή που μοιάζει με μουγκό όνειρο, οι άχαροι παραλογισμοί της μικρόψυχης απελπισίας, όλα μαλάκωσαν κι υποχώρησαν μπροστά στη διήγηση του Σαϊμίρ. Μιλούσε με τον ενθουσιασμό του μικρού παιδιού και με τη συστολή του πρωτάρη, παίζοντας στα χέρια του το ποτήρι της μπύρας και χωρίς να με κοιτάζει. Διάλεγε προσεκτικά τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, ξεροκατάπινε κάθε τόσο, μα δεν κόμπιασε ούτε στιγμή. Κι όσο μιλούσε ένιωθα να ξαναβρίσκει ο Άνθρωπος τη θέση του μέσα στην ψυχή μου. Μια θέση άδεια, που όσο κι αν την καθάριζα από την κάπνα και τις βρωμιές των ετών, εκείνη παρέμενε θαμπή και κενή, κι ανατρίχιαζε η καρδιά μου φοβισμένη. Ένιωθα τα λόγια του να είναι η δικιά μου φωνή, τον καταλάβαινα πριν τελειώσει την κάθε του φράση, από τα χείλη του έβγαινε η κραυγή της ψυχής μου. Είναι τυχεροί όσοι έστω και για μια στιγμή στη ζωή τους νιώσουν το κορμί τους κομμάτι ενός άλλου κορμιού, παραμένοντας όμως ανέγγιχτοι. Τα λόγια, τα λόγια είναι αυτά που διώχνουν το σκότος από την ψυχή του Ανθρώπου. Τα λόγια είναι που ενώνουν τους Ανθρώπους.

Κι ένιωθα να πετάω από χαρά.

Ήταν αλλιώτικα όμορφος ο Σαϊμίρ απόψε.


Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Δεν εζήτησα συμβουλές και συμβουλές μού δίνουν απρόσκλητοι συμβουλάτορες φαφλατάδες μικροαστοί λένε λένε κι όλο προφητεύουν τάχα θα με φάνε οι ωραίες γυναίκες ενώ χαρά μου να με φάνε οι καλλονές.

Κι αλίμονο σε σας δυστυχισμένοι
που τα γεγονότα δεν σας χορταίνουν
κι η ζωή σας χτισμένη σιωπή και κακομοιριά
όσο για μένα
κρυφά την αγαπώ
και είναι ωραία και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω
ούτε πουλί μάς βλέπει
ούτε ανθός μάς ακούει
φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν.

Ηλίας Πετρόπουλος, "Ποιήματα 1968-1974 και 1982-991", εκδ. Νεφέλη (1993)

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Θερινό Ηλιοστάσι, Η'

 Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.

Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.


Γιώργος Σεφέρης, "Ποιήματα", εκδ. Ίκαρος (2014)

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ, ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ

 Μέρος δεύτερο


Το πρακτικό πνεύμα, η επανάληψη των καθημερινών πρακτικών, χαρακτηρίζει και σπρώχνει τη ζωή να κυλάει σε όλα τα μικρά χωριά - και παντού αναλόγως - τότε και τώρα ακόμα. Πράγματα συνηθισμένα, απλά, απαραίτητα και συνήθειες πολύχρονες. Η βοσκή των ζώων, η καλλιέργεια της γης, το μάζεμα των καρπών και το πήξιμο του τυριού. Εργασίες κι ενασχολήσεις κοπιαστικές, απαιτητικές μα επαναλαμβανόμενες πάση θυσία, αφού σε αυτές βασίζεται η ίδια η επιβίωση των κατοίκων της υπαίθρου. Πρακτικές αυτονόητες σε εκείνους, μα πολύτιμες ψηφίδες στο ψηφιδωτό της μνήμης ημών των επισκεπτών εκ καταγωγής του τόπου. Το Σαββατιάτικο ζύμωμα του ψωμιού, εργασία παραδοσιακή ετών, είχε γίνει για τις γυναίκες συνήθεια όπως το καθημερινό νίψιμο του προσώπου. Για εμένα σήμαινε την επίσκεψη της θείας Μπούλας με το ζεματιστό καρβέλι τυλιγμένο σε βαμβακερή πετσέτα στα χέρια. Το άρμεγμα το ακολουθούσε η ακροβατικών δεξιοτήτων επιστροφή στο σπίτι από τα μαντριά, με την καρδάρα στο κεφάλι - τοποθετημένη με αρχιτεκτονική σιγουριά πάνω στην “πεδελόγα”* - και το ανάλογο λίκνισμα των γοφών για επίτευξη ισορροπίας. Για εμένα σήμαινε φωνές και κλάματα κι άρνηση πεισματική να φάω εκείνη την αποκρουστική, μα κατά τα λεγόμενα ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξή μου, πετσούλα, που ζάρωνε και βρωμούσε μέσα στην κούπα με το γάλα. 

Κι ήταν αυτές οι πρακτικές, από τη μία - οι συνήθειες της κατ’ ανάγκην ζωής - που έσωσαν κάποιους από τους τετρακόσιους σαράντα επιζήσαντες εκείνου του πρωινού του Αυγούστου. Οι υπόλοιποι σώθηκαν επειδή από τύχη οι κατακτητές δεν ανακάλυψαν τις κρυψώνες τους. Κι ήταν στ’ αλήθεια θαύμα πώς τα κατάφεραν μέσα στην ισιάδα του κάμπου να μείνουν κρυμμένοι και ζωντανοί. Τριακόσιοι δέκα επτά έμειναν σφαγμένοι ή καμένοι στα σημεία που τους βρήκαν τα παράφορα χέρια των δίποδων κτηνών. 

Σκοπός του αφηγήματος αυτού δεν είναι η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων, που είναι γνωστά και χιλιογραμμένα, και με πίκρα και με μίσος, σε σελίδες ποτισμένες με δάκρυα και με τα φαρμάκια της αδικίας και της εκδίκησης. Ήταν, εξάλλου, τα χρόνια τέτοια. Ήταν και τα βουνά που έστεκαν πέρα μακριά, στο βάθος, πάνω από τον κάμπο τόσο ψηλά και πρόσφορα για το Αντάρτικο, που ό,τι κι αν γράψουμε εμείς οι επόμενοι θα είναι λίγο. Οι σπηλιές των βουνών αυτών, λοιπόν, ήταν τότε γεμάτες Ελασίτες και Εδεσίτες. Οι πόλεις του κάμπου, από την άλλη, γεμάτες Γερμανούς και Ιταλούς. Ο κάμπος δεν ήταν πρόσφορο σημείο συνάντησης, ούτε φυσικά εχθροπραξιών. Ίσιωμα παντού. Η πιο πυκνή βλάστηση στον τόπο μου αυτόν είναι οι καλαμιές κατά τη μεριά του ποταμιού. Κι από την άλλη πλευρά μια θάλασσα ακύμαντη και πηγμένη. Καμιά διέξοδος διαφυγής από πουθενά. Τα πλωτά μέσα που χρησιμοποιούσαν για τα ψαρέματά τους έμοιαζαν πιότερο με χάρτινα καραβάκια, μαθημένα μόνο να πλέουν μαλακά και μαλακωμένα στα ατάραχα νερά του Αμβρακικού κόλπου και στα ανακατεμένα με άμμο και χώμα νερά των εκβολών του Άραχθου ποταμού. 

Κι όμως, εκείνοι οι τετρακόσιοι σαράντα κατάφεραν και σώθηκαν, με τα ψέματα. Είτε επειδή δεν πέρασε ούτε στιγμή από το πρακτικό μυαλό τους να παρατήσουν τις πρωινές δουλειές τους, είτε επειδή αυτό το ίδιο το πρακτικό μυαλό τους ανακάλυψε την ύστατη στιγμή χαρακώματα - παιδιάστικες κρυψώνες - αθέατα στην από παντού ορατή και θεόρατη πεδιάδα. 

Ο Μάνθος, τότε, είχε άλλη γυναίκα κι έμενε σε άλλο σπίτι, στο πατρικό, με τον αδερφό του και την οικογένεια του τελευταίου. Παιδιά ο Μάνθος δεν είχε με την άλλη γυναίκα. Είχε ξημερώσει η τέταρτη μέρα από όταν οι Γερμανοί είδαν καμιά δεκαριά αντάρτες στην πλατεία του χωριού να παζαρεύουν με τους ντόπιους την αγορά τροφίμων και εφοδίων για τον Αγώνα τους. Ο φόβος των αντιποίνων είχε αρχίσει λίγο λίγο να υποχωρεί. Ο Μάνθος, άνθρωπος εγγράμματος - σπάνιο την εποχή εκείνη για τον τόπο εκείνο - λογικός, ακριβής και πρακτικός, είχε όπως κάθε μέρα επιμερίσει τις εργασίες της επόμενης αποβραδίς. Ο αδερφός του θα πήγαινε με τα κοπάδια κατά το γιαλό να βοσκήσουν αρμυρίκια κι εκείνος θα πήγαινε στα χωράφια. Έτσι σώθηκε ο αδερφός του και κάποιοι άλλοι που πρόλαβαν κι έφυγαν αξημέρωτα από το χωριό για χάρη των ζώων τους. Επειδή από αυτά ζούσαν. Και τελικά έμελλε τη μέρα εκείνη τα ζωντανά τους να τους χαρίσουν όχι μόνο την προς διαβίωση βρώση, μα την ίδια τη ζωή. 

Ο Μάνθος δεν πρόλαβε να φύγει για τα χωράφια, πρόλαβε όμως να κρυφτεί σε ένα χαντάκι, ανάμεσα στις καλαμιές και να σωθεί μαζί με κάτι άλλους, όχι όμως και μαζί με εκείνη την άλλη, την πρώτη του γυναίκα. Εκείνη την έσφαξαν εκεί που τη βρήκαν. 

Η Κακομάνθαινα - που τότε ακόμα διατηρούσε το βαφτιστικό της όνομα - έμενε κι αυτή αλλού, με έναν άλλο άντρα και τα τρία της άλλα παιδιά. Εκείνο το πρωί είχε πάει από νωρίς - όπως πάντα - με το μπαργάτσι** στο χέρι να φέρει νερό από το ποτάμι, πέρα, στου Γκατζιώτη***. Και γλίτωσε. Δε γλίτωσαν όμως ούτε εκείνος ο άλλος, ο πρώτος της άντρας, ούτε εκείνα τα άλλα, τα τρία της πρώτα παιδιά. Τον πιο μικρό γιο της, μωρό μηνών, τον βρήκαν μετά από ώρες πνιγμένο μέσα στη σαρμανίτσα**** του. 

Οι ευφάνταστες μέθοδοι που χρησιμοποίησαν για να αφανίσουν κάθε τι ζωντανό από το χωριό, κι από όποιο χωριό στόχευαν, είναι οδυνηρά φρικιαστικές, και δεν είναι μέλημά μου να αναπαραχθούν εδώ. Άλλοι μιλούν για εξάωρη κι άλλοι για εννιάωρη σφαγή. Όπως και να ‘χει, ακόμα κι όταν σώπασαν τα πολυβόλα κι έγινε παντού στον κάμπο ησυχία - μια ησυχία πνιγερή, σαν την αυγουστιάτικη ζέστη στα μέρη εκείνα - κανείς από όσους ανέπνεαν ακόμα δεν τολμούσε να κινήσει για πίσω. Ποιος άλλωστε λαχταράει να δει στο φως της μέρας τους εφιάλτες του σκοταδιού; Κι άραγε ποιες κραυγές να ήταν φοβερότερες; Οι κραυγές των ζωντανών που επέστρεψαν στα ρημαγμένα τους σπίτια και στις ρημαγμένες τους ζωές για να αντικρίσουν την ανείπωτη φρίκη, ή οι κραυγές όσων κάηκαν και ξεκοιλιάστηκαν ζωντανοί; 

Όσα πτώματα μπορούσαν να μεταφερθούν, θάφτηκαν στο νεκροταφείο. Όσα ήταν σωροί καμένες ή διαμελισμένες σάρκες κι αίματα, θάφτηκαν στις αυλές των σπιτιών τους, εκεί που τους βρήκε ο θάνατος. Κι όσοι δικοί τους επέζησαν, έζησαν για άλλα τρία χρόνια με τους δικούς τους νεκρούς ανθρώπους μέσα στο ίδιο σπίτι κι έπειτα τους μετέφεραν στο νεκροταφείο. 

Ο Μάνθος φόρεσε το πένθος στο μανίκι για εκείνη την πρώτη του γυναίκα και βάλθηκε να αναστηλώσει το πατρικό, αφού η γυναίκα και τα παιδιά του αδερφού του είχαν όλοι σωθεί κι η ζωή - αυτή που είναι φτερό στον άνεμο - πρέπει να συνεχίζεται. Και τη συνέχισε τη ζωή του ο Μάνθος, ξαναπαντρεύτηκε, έκανε τέσσερα παιδιά, αυγάτισε όπως έπρεπε την περιουσία του, τα μοίρασε όλα με ακρίβεια και δικαιοσύνη στους γιους και στην κόρη του, όταν χρειάστηκε πούλησε με αποφασιστικότητα την καλύτερή του γελάδα κι αγόρασε ρολόι και γραβάτα στον μικρό του γιο, πρωτοδιόριστο στο δημόσιο,  και παρέμεινε έτσι ακριβής και πρακτικός μέχρι που γέρασε και πέθανε.  Λίγο τον θυμάμαι - ήμουν μικρή - ένας παππούς λιγομίλητος που έπινε καφέ κάθε απόγευμα στο καφενείο του μεγάλου του γιου με την γκλίτσα ακουμπισμένη πλάι του, τα χείλη σφιγμένα και το μάτι κοφτερό κι αυστηρό. Πέντε εγγονούς είδε και μια εγγονή. Κι είναι στ’ αλήθεια άγνωστο, έτσι τσιγκούνης που ήταν στα λόγια και στις αισθηματικές εκδηλώσεις, αν της είχε αυτής της μιας εγγονής περισσότερη αδυναμία. Μετά από χρόνια, όμως, πέρασε στα χέρια της το δώρο που της έκανε όταν γεννήθηκε. Ένα αντικείμενο αξίας, διπλωμένο σε ένα χαρτάκι κιτρινισμένο και γραμμένο από το χέρι του: “Αυτό είναι για την εγγόνα μου και να μην το πειράξει ποτέ κανείς.” Σε όλα του συνεπής, σαφής, τακτικός, δίκαιος και απόλυτος. 

Η Κακομάνθαινα επέστρεψε και τους βρήκε και τους τέσσερις, άντρα και παιδιά, σκοτωμένους. Για δυο στιγμές ακούμπησε στην πεζούλα της αυλής κι είχε απλωμένη στο πρόσωπο την εξωφρενική γαλήνη που έχουν όσοι σφιχταγκαλιάζουν την απελπισία. Κι αυτό το τσαμπί το σταφύλι πώς βρέθηκε στο χέρι της; Ήταν καλή χρονιά για τη Ζαμπέλλα! Θα έβγαζε ο άντρας της πρώτης τάξης τσίπουρο! Να μην το φάει μόνη της, είναι γλυκό και νόστιμο, να το πάει να το μοιράσει στην Ελένη και στην Άννα της. Για τον Γιωργάκη της θα είχε ήδη ζεστάνει γάλα μια από τις αδερφές του. Μα θα σκέφτηκε καμιά να του κάνει παπάρα καμιά χαψιά ψωμί; Για δυο στιγμές αλάφιασε, έκανε να τους φωνάξει να φάνε. Για δυο στιγμές μιας τελευταίας φρικτής ελπίδας. 

 Έπειτα, ντύθηκε τα μαύρα και δεν τα έβγαλε από πάνω της ποτέ, μόνο τη μαντήλα της αποχωρίστηκε πέντε φορές για τους γάμους των τεσσάρων επόμενων παιδιών της, που ευτύχησε να αποκτήσει, και για το δεύτερο δικό της γάμο. Έτσι τη θυμάμαι κι εγώ, από πάντα, από όταν άρχισα να θυμάμαι και τον εαυτό μου, μια μαυροφορεμένη γιαγιά που έτρωγε τα φωνήεντα και τις καταλήξεις όταν μιλούσε, τόσο που δεν την καταλάβαινα κι όλο απορούσα κι αυτή όλο γελούσε κι έβγαζε από τις μαύρες τσέπες της τσαλακωμένα κατοστάρικα - δραχμές ακόμα τότε - και μου τα έβαζε κρυφά στην παλάμη. Ακούγονταν ιστορίες για την ομορφιά της στα νιάτα της, για το πόσο πολύ της έμοιαζε η μία και μοναδική της εγγονή - “Τ’ Μήτσ’ είσ’ ισύ; Τς Κακουμάνθινας η αγγόνα; Άι! Τίπ’τα διν άφ’κες τς γιαγιάς σ’ !” - για τα μακριά σγουρά μαλλιά της, που όμως δεν τα είδα ποτέ. Τα είχε πάντα τυλιγμένα και κρυμμένα στη μαύρη μαντήλα. 

Και παντρεύτηκαν με τον Μάνθο κάτι μήνες μετά, αφού δε γινόταν αλλιώς, ήταν οι ανάγκες τέτοιες, μόνος αυτός, μόνη αυτή, δυο χαροκαμένοι μαγκούφηδες. Πρακτικά πράγματα, δηλαδή, και γι’ αυτό αιώνια. Όλα τα υπόλοιπα, αυτά που σμίγουν τους ανθρώπους, είναι άστοχα όνειρα και χίμαιρες και σκόνη κι ατμός. 

Εκείνους του δύο άλλους, τους πρώτους τους συζύγους, τους ανέστησαν στις δύο πρώτες γέννες της Κακομάνθαινας. Πρώτη (ξανα)γεννήθηκε η Λαμπρινή και δεύτερος (ξανα)γεννήθηκε ο Στάθης. Τα τρία αγγελούδια υπάρχουν κι αυτά ως ονόματα σε μνημεία και τάφους - γραμμένες δίπλα στα ονόματά τους οι σπαρακτικές μονοψήφιες ηλικίες τους - παρέα με τους υπόλοιπους τριακόσιους δέκα τέσσερις. 

---------- 

*Κομμάτι πανί, τυλιγμένο σε σπείρα που έπαιρνε έτσι το σχήμα της κουλούρας. Το τοποθετούσαν επάνω στο κεφάλι και εκεί στερέωναν το δοχείο με το γάλα για να το μεταφέρουν.

**Κουβάς

***Παραποτάμιο τοπωνύμιο

****Βρεφικό κρεβατάκι

 

 Ενδεικτική βιβλιογραφία για τον φιλαναγνώστη:

 1. Γιάννης Δάλλας, “Η σφαγή του Κομμένου”, εκδ. Πέτρα (2008)

2. Δημήτρης Χρ. Βλαχοπάνος, “Κομμένο ποτάμι”, εκδ. Πέτρα (2005)

3. Δημήτρης Χρ. Βλαχοπάνος, “Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης”, έκδοση δήμου Νικολάου Σκουφά (2018)

4. Hermann-Frank Meyer, “Η φρίκη του Κομμένου”, εκδ. Καλέντης (1998)