Μέρος εικοστό πρώτο
Αναρωτιέμαι πολλές
φορές, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος - αν υπάρχει καλύτερος και χειρότερος
τρόπος - για να ξεκινήσει κανείς την αφήγηση μιας ιστορίας. Άλλοτε είναι η
περιγραφή του τοπίου όπου λαμβάνει χώρα το αφήγημα, άλλοτε είναι μια
φράση-έναυσμα για να ξεκινήσει η διήγηση. Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο, επειδή
χρειάζεται τέχνη για να μην καταλήξει στο τέλος η ιστορία να μοιάζει εύρημα της
φαντασίας, ούτε όμως και να φτάσει να διηγείται υπερβολικά τον εαυτό της. Θέλει
μαεστρία για να «εκβιάσει» ο αφηγητής – ή ο συγγραφέας – την προσωπική
συμμετοχή του ακροατή, ή του αναγνώστη. Διαφορετικά θα ήταν σα να του
παρουσιάζει μια φανταστική ιστορία ή ένα αναμάσημα γεγονότων και μόνο.
Είχα, λοιπόν,
αποφασίσει εκείνο το βράδυ να επιτρέψω στον εαυτό μου την ακόλουθη πολυτέλεια:
ένα ποτό διαφορετικό σε ένα μέρος διαφορετικό. Δεν επρόκειτο για κάποιο
καινούριο μαγαζί, ήταν ένα μπαράκι στην παραδίπλα γειτονιά που έστεκε στην ίδια
γωνία από χρόνια, χαμένο πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές των «βρωμοκαρυδιών».
Αυτά τα δέντρα που έχουν πνίξει γειτονιές και δρόμους και που τόσο τα έχουμε
πια συνηθίσει, που περνούν απαρατήρητα παρά το επιβλητικό τους ύψος και τον
επεκτατικό τρόπο ευδοκιμήσεώς τους. Ένας συχωρεμένος συγγενής μου έλεγε συχνά
ότι η φύση του ανθρώπου δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός της σοφίας και της
βαναυσότητας της φύσης. Όπως συμβαίνει συχνά και στους ανθρώπους, οι
αντιστάσεις αργά ή γρήγορα κάμπτονται μπροστά στον κυρίαρχο, τόσο που στο τέλος
οι αδύναμοι, μισοαφανισμένοι, συνηθίζουν την ήττα τους κι ούτε καν προσέχουν
τον κατακτητή. Μαθαίνουν να ζουν μαζί του, νικημένοι κι αόρατοι.
Ήθελα κι εγώ να
περάσω για ένα βράδυ απαρατήρητη, να γευτώ την ευεργετική αδιακρισία που
χαρίζεται στον άγνωστο μεταξύ αγνώστων. Απελευθερωμένη από την αιδημοσύνη του
γνώριμου περίγυρου και των σχεδόν φίλων πλέον θαμώνων, διάλεξα ένα τραπεζάκι
στην άκρη του πεζοδρομίου και παρήγγειλα στη σερβιτόρα, που με καλησπέρισε
μιλώντας μου στον πληθυντικό, ένα ουίσκι με πάγο. Αυτό κι αν ήταν γιορτή! Όπως
πριν είκοσι χρόνια, που το ουίσκι στα “μπουζούκια” ήταν η επισφράγιση της
ενηλικίωσης και της αυτονομίας. Τα ξελαρυγγιάσματά μας με τους στίχους των
καψουροτράγουδων και τα ποτήρια σηκωμένα ψηλά πάνω από το κεφάλι ήταν το
ερωτικό μας κάλεσμα στα απανταχού αρσενικά. Τότε που τα γαρύφαλλα δεν ήταν
πένθιμα αναθήματα στους νεκρούς. Μεθυσμένες νύμφες με ψηλοτάκουνα, σίγουρες για
το σήμερα κι αδιάφορες για το αύριο, χαμένες ανάμεσα στις εκατοντάδες άλλες
ίδιες νύμφες, αφανείς κι ακτινοβόλες. Σα να βρισκόμουν σε αποκριάτικο πάρτι και
να ανακάλυπτα την ευλογία της μάσκας που μπορεί και κρύβει την κάθε αμηχανία,
το κάθε αναπάντεχο βλεφάρισμα, τον κάθε φόβο της πιο διάφανης ψυχής που φοβάται
ότι θα μαγαριστεί από την περιήγηση της ματιάς του κόσμου πάνω της.
Μαϊμουδίσματα…σκεφτόμουν καθώς ευχαριστούσα την σερβιτόρα για τα φιστίκια που
ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μου.
Αισθανόμουν
βλέμματα γεμάτα περιέργεια ίσως κι ενόχληση καρφωμένα πάνω μου. Ήταν φανερό πως
το μπαράκι αυτό ένιωθε άβολα με τους ξενόφερτους επισκέπτες. Οι τοίχοι, οι
τζαμαρίες, τα σερβίτσια, τα καλλιτεχνικά στημένα μπουκάλια πίσω από την πλάτη
του μπάρμαν, τα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο δίπλα από τα αραγμένα αυτοκίνητα,
ήταν όλα συνηθισμένα στις ανάσες των θαμώνων του και μόνο. Ήταν ένα μπαράκι
καμωμένο μόνο για τους κατοίκους της συγκεκριμένης γειτονιάς, θεμελιωμένο στις
αρπακτικές ρίζες των «βρωμοκαρυδιών», που άλλο βλαστάρι δεν άφηναν να
ξεπεταχτεί γύρω τους, και σοβαντισμένο με τη σιωπή των πελατών. Ως κι οι
χαμηλόφωνες συζητήσεις ένιωσα να σταματούν τη στιγμή που κάθισα.
Όταν μου σέρβιρε
το δεύτερο ποτό – μόνο κι έρμο, χωρίς φιστίκια, πού ήταν οι καθημερινοί
γιορτινοί μεζέδες του Σαϊμίρ! - ρώτησα να μάθω το όνομά της. Αυτοσυστήθηκα
κι εγώ με τη σειρά μου. Δε μου
χαμογέλασε, αλλά εγώ είχα προσπαθήσει να νιώσω λίγη ζεστασιά, να νιώσω με
κάποιο τρόπο τη συντροφιά της παρέας τους. Την έλεγαν Όλγα, ήταν νέα, πολύ νέα
και όμορφη. Φορούσε ένα μαύρο φαρδύ παντελόνι κι ένα μαύρο μπλουζάκι που άφηνε
ακάλυπτα λίγα εκατοστά από τη λεπτή της μέση. Τα κοντά ξανθά μαλλιά της ήταν
μαζεμένα στο πάνω μέρος με περίτεχνες πλεξούδες. Το ύφος της ήταν σοβαρό,
σχεδόν αυστηρό. Αεικίνητη, τις στιγμές που δε σέρβιρε, σκούπιζε τα ξερά φύλλα
από το πεζοδρόμιο, καθάριζε τα άδεια τραπέζια και τακτοποιούσε τα καθαρά
ποτήρια στα ράφια πίσω από το μπαρ. Μιλούσε στα δυο αδέσποτα γατιά που
τριγυρνούσαν ανάμεσα στα τραπέζια, στα οποία είχε δώσει και ονόματα. Ο
“Καίσαρας” επέμενε να την εκνευρίζει προσπαθώντας να μπει μέσα στο μαγαζί και η
“Αυγούστα” γύριζε με ύφος πραγματικής αυτοκρατόρισσας τη μούρη της κάθε φορά
που η Όλγα της μιλούσε ναζιάρικα. Ως και τα τετράποδα είναι δύστροπα σε αυτό ο
μαγαζί, σκέφτηκα.
Ακουγόταν και μια μουσική. Ένα ευχάριστο άκουσμα, μια γνωστή μελωδία, που η παρουσία μιας μόνης κιθάρας και η απουσία της φωνής του ερμηνευτή έντυνε όλη την, ούτως ή άλλως χαλαρή έως άχρωμη, ατμόσφαιρα του χώρου με μια διάθεση μάλλον νυσταλέα.
Οι
εσωτερικοί τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία στις αποχρώσεις του πράσινου, του
καφέ και του σκούρου κόκκινου, με πλατύφυλλα κλαδιά ζωγραφισμένα πάνω τους. Σε
μια γωνία αναμμένο ένα φωτιστικό δαπέδου με μεγάλο ωχροκίτρινο καπέλο και δίπλα
του μια χαμηλή βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία και περιοδικά. Παραδίπλα, σε ένα
τραπεζάκι, μια στοίβα επιτραπέζια παιχνίδια, τόσο παράταιρα και θλιβερά, οι
γωνίες των χάρτινων κουτιών φθαρμένες και σκισμένες, ο άλλοτε παιχνιδιάρικος
χαρακτήρας τους αφανισμένος. Υπήρχε κι ένας καναπές, ίσως κάποτε το ύφασμά του
να ήταν καφέ, ή σκούρο πράσινο. Τώρα έδειχνε γκρίζο. Η ατμόσφαιρα στο
εσωτερικό, ελλείψει άλλου φωτισμού, ήταν θαμπή, πασπαλισμένη θα έλεγες από μια
υγρή στάχτη. Όλα έμοιαζαν να αγαπούν την ησυχία, την ακινησία, το άρρωστο
κίτρινο χρώμα, το αποκαρδιωτικό καφέ του ξύλινου φέρετρου, τη σκόνη, την
ερείπωση τη δίχως ερημιά, την αφαίμαξη των χρωμάτων και την εξάτμιση της κάθε
μυρωδιάς. Κι όλα αυτά έμοιαζαν τόσο ευτυχισμένα ταιριασμένα, τόσο άκαμπτα κι
ακατάδεκτα σε οποιονδήποτε ξένο ή σε οτιδήποτε το διαφορετικό.
Η Όλγα στάθηκε
μια στιγμή και κάτι ψιθύρισε με τον μπάρμαν, ο οποίος με κοίταξε φευγαλέα
ρουφώντας το τσιγάρο του.
Οι συζητήσεις στα
γύρω τραπέζια έμοιαζαν να συνεχίζονταν από εκεί που είχαν σταματήσει όταν τις
διέκοψε ο ερχομός μου – ή μήπως η εισβολή μου; - στο χώρο. Μα δεν έφταναν στα
αυτιά μου ως συζητήσεις, πιο πολύ ήταν ψίθυροι, κι η μουσική αντί να τις
συνοδεύει ή να τις καλύπτει μελωδικά, έμοιαζε πιότερο να πριονίζει τη σιωπή
τους.
Ένας μόνος,
καθισμένος στο απέναντί μου τραπέζι, με τα μαλλιά ανάκατα από το ελαφρύ αεράκι,
διάβαζε ένα βιβλίο. Κάθε τόσο δάγκωνε τα χείλη του, δάγκωνε τα νύχια του,
δάγκωνε τις τρίχες από τα γένια του, απογυμνωμένος από την ανάγκη της
συντροφιάς, γύριζε τις σελίδες αργά, αντλώντας απόλαυση από αυτή την απλή
κίνηση, κατάπινε την εξιστόρηση, κατάπινε τον εαυτό του. Τα χαρακτηριστικά του
προσώπου του, κάτω από τα ασθενικά φώτα του δρόμου, φαίνονταν σκληρά, ή
σκληραγωγημένα από τη βύθιση στο εντός του. Η όψη του δεν πρόδιδε γαλήνη, αλλά
μια εφιαλτική απραξία. Από κάπου ακούστηκε ένα τριζόνι, λες κι ήθελε να κρύψει
τον άδειο χρόνο που λίμναζε τριγύρω μας. Κι έπειτα πάλι η σιωπή των ψιθύρων και
της άχρωμης μουσικής.
Δεν κατάλαβα πότε ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου. Θα ήμουν, φαίνεται, ήδη αρκετά ζαλισμένη από το ουίσκι και το αποχαυνωτικό θολό τοπίο γύρω μου. Δε χόρτασε, σκέφτηκα, τρώγοντας τον εαυτό του τόσα χρόνια, έχει όρεξη να κατασπαράξει κι εμένα. Πώς βρέθηκε το πόδι μου να ακουμπάει το δικό του κάτω από το τραπέζι; Με τράβηξε κοντά του ή μόνη μου κόλλησα στο σώμα του; Γιατί κατέβασα το φερμουάρ της ζακέτας μου; Πότε η υγρή γλώσσα του άγγιξε το στεγνό από αναμνήσεις στόμα μου;
Τώρα κιόλας του χαμογελούσα. Παρακλήσεις.
Η νυχτερινή ψύχρα άγγιξε το σχεδόν γυμνό στήθος μου κι έφτασε ως τις μασχάλες. Ανατριχίλα.
Στα μαλλιά μου, ξερά φρύγανα μπλεγμένα τα δάχτυλά του. Υποταγή.
Η μυρωδιά του λαιμού του ανακατεμένη με τη βαριά μυρωδιά της μεθυσμένης μου ανάσας. Μοσχολίβανο.
Τα χέρια μου τα βρήκα ανάμεσα στα πόδια του. Προσκύνημα.
Τα νοήματα δεν έχουν ανάγκη από κρυψώνες, σκύβουν το κεφάλι και παραμένουν περήφανα ακόμα και στο πιο χλωμό φως, ακτινοβολώντας πάντα ευγνωμοσύνη.
Το κορμί μου παραμορφωμένο
από τη δύσκολα κατακτημένη γαλήνη – την τόσο μάταιη γαλήνη της αδράνειας -
υπηρετούσε για καιρό μόνο τον μισό σκοπό του. Κι όσο θλιβερή κι αν ήταν αυτή η
διαπίστωση, ήταν ταυτόχρονα και μια παρηγοριά: ότι δεν θα μπορούσε να αλωθεί
ξανά. Ποιος ασχολείται με τα κουφάρια; Μα αλίμονο! Χωρίς την τυραννία της
ηδονής, χωρίς την τυραννία της ψυχής που τη γεννάει η λαγνεία, τίποτα δεν
μπορείς να νιώσεις ούτε να φτιάξεις στον κόσμο αυτό. Γι’ αυτό η ζωή, ακάθαρτη
και πρόστυχη, κάνει αιώνες τώρα φαύλους κύκλους γύρω μας.
Η Όλγα με
ενημέρωσε ευγενικά και πάντα ψυχρά ότι κλείνουν κι αν είχα την καλοσύνη να
πληρώσω. Κοίταξα την καρέκλα δίπλα μου, την καρέκλα απέναντί μου.
Κανείς πουθενά.